ΜΝΗΜΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑΣ

Read article in English


Συμπληρώθηκαν εφέτος 80 χρόνια από την Εθνική συμφορά της Μικρασιατικής καταστροφής. Αυτοί που την έζησαν έχουν μείνει πια ελάχιστοι. Σεβαστά απομεινάρια μιας πολύπαθης γενιάς, θύματα της Ασιατικής βαρβαρότητας, της ιστορικής συγκυρίας και των ασυγχώρητων σφαλμάτων της φυλής.

Εμείς οι γενιές που την γνωρίσαμε σαν εφιαλτικό παραμύθι μέσα από τις διηγήσεις των γονιών και των παππούδων μας, καλούμαστε να τους αποδώσουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής, αφού μάλιστα έχουμε χρέος να συντηρούμε την ιστορική μας μνήμη ως συστατικό στοιχείο της εθνικής μας ζωής και παράγοντα της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας. Ας ξαναφέρουμε λοιπόν στο νου μας τη θλιβερή αυτή περιπέτεια του έθνους μας, που το νησί μας, ιδιαίτερα, τη γνώρισε σε όλη της την έκταση.

Η Μικρά Ασία από τα πανάρχαια χρόνια υπήρξε η χώρα όπου άκμασε και μεγαλούργησε η Ελληνική φυλή. Ήταν η φυσική προέκταση του Ελλαδικού χώρου. Συνδέθηκε ανέκαθεν με την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα και αποτέλεσαν έναν ενιαίο και πολιτιστικό χώρο. Εκεί, επί τρεις χιλιάδες χρόνια άνθιζε και κάρπιζε το γόνιμο ελληνικό πνεύμα.

Ιδιαίτερα η Λέσβος, καθώς εισχωρεί στον κόλπο του Αδραμυττιού συνέδεσε την ιστορία και την πολιτιστική της παράδοση με τις απέναντι ακτές, ως πάνω την Τρωάδα. "Ο των Λεσβίων αιγιαλός". Μ' αυτό τον όρο ήταν γνωστή η απέραντη παραλία και οι κάτοικοί της "οι κατά την Ήπειρον Μυτιληναίοι. Γι' αυτό και τις πολιτιστικές πατρίδες της Λέσβου πρέπει να τις αναζητήσουμε στα κέντρα του μικρασιατικού ελληνισμού και ιδιαίτερα στην Πόλη και τη Σμύρνη και όχι σε κέντρα του Ελλαδικού χώρου.


Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και ως την ημέρα της καταστροφής, το ελληνικό στοιχείο παρ' όλους τους διωγμούς, τις σφαγές και τους βίαιους εξισλαμισμούς, που είχε υποστεί σε όλους τους χρόνους της δουλείας, είχε κυριαρχήσει σε όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής, στο εμπόριο, στην βιοτεχνία, στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Είχαν δημιουργήσει πνευματική κίνηση, Συλλόγους και Αδελφότητες. Εκδίδανε εφημερίδες, βιβλία και περιοδικά. Είχαν προαγάγει την κοινοτική τους οργάνωση, την κοινωνική τους ζωή. Ζούσαν ευτυχισμένοι. Αρκεί να σκεφτούμε ότι υπήρχαν 2.150 ανθηροί ελληνικοί οικισμοί σε όλη την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Η Ελλάδα για δεύτερη φορά είχε νικήσει το βάρβαρο κατακτητή.

Οι Λέσβιοι Μικρασιάτες, ύστερα από την τελευταία τους οδυνηρή περιπέτεια, τον πρώτο διωγμό, που τους κράτησε τρία χρόνια μακριά απ' τις πατρίδες τους, είχαν ξαναβρεί την ευτυχία τους. Γύρισαν γεμάτοι λαχτάρα στα παλιά, γνώριμα μέρη τους, στα σπίτια και στις περιουσίες τους. Περιποιήθηκαν τα δέντρα και τ' αμπέλια τους, που τα βρήκαν ρουμάνια, καλλιέργησαν τα χωράφια τους, που τα βρήκαν χερσωμένα. Είχαν ξαναφτιάξει τη ζωή τους πιο όμορφη απ' ό,τι ήταν πριν. Η κάρπιμη αιολική και ιωνική γη τους αντάμειβε πλούσια και τα αγαθά της Ανατολής γέμιζαν τα σπίτια τους και ευφραίνανε τις καρδιές τους.

Κι ακόμα ζούσαν στιγμές εθνικής έξαρσης πρωτόγνωρες. Από την ανακωχή του Μούδρου, το 1918, γνώριζαν τις πιο έντονες συγκινήσεις: την απόβαση του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, τις απανωτές νίκες και την προέλασή τους ως το Σαγγάριο. Ώσπου η τύχη, που έως τότε τους χαμογελούσε, σκέπασε με μαύρο τσεμπέρι το πρόσωπό της.

Η ανησυχία των τελευταίων μηνών έγινε σιγά-σιγά αγωνία. Έγινε πανικός. Ξέσπασε από τα βάθη της Ανατολής η Κεμαλική λαίλαπα και σάρωσε τα πάντα. Τα πολεμικά λάβαρα κατέβηκαν από τους ιστούς και οι σάλπιγγες σήμαναν βιαστικά υποχώρηση. Και η εφιαλτική είδηση περνούσε από χωριό σε πόλη και σκορπούσε τον τρόμο. Οι πιο πολλοί τρέχουν στη θάλασσα για να σωθούν. Κατέβασαν τις εικόνες απ' τα εικονοστάσια, κλείδωσαν τα σπίτια και μαγαζιά, πήραν λεχούδια στις αγκαλιές τους, τύλιξαν σ' ένα μποξά τους φόβους και τις ελπίδες τους και κουλουριασμένοι στοιβάχτηκαν μέσα σε παλιοκάικα για να φύγουν μακριά από τον τόπο του χαλασμού. Και τ' αδραμυττικά νερά λίκνιζαν τον πόνο και την απόγνωσή τους και το αυγουστιάτικο μελτέμι έπαιρνε πίσω το μοιρολόι τους και το ανακάτευε με τους αλαλαγμούς της νίκης και της εκδίκησης του αλλοπαρμένου πλήθους. Στις αμμουδιές της Παναγιούδας και του Μανταμάδου έκλαιγαν νύχτες αξημέρωτες κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι, μη ξεκολλώντας τα μάτια τους απ' τα μέρη όπου άφησαν τους δικούς τους, το έχει τους, την ίδια την ψυχή τους. Κι αυτοί ήταν οι τυχεροί. Τι να πει κανείς γι' αυτούς που ένιωσαν κρύο το κοφτερό ατσάλι στο λαιμό τους, για τις κοπέλες που ατιμάστηκαν, για τους αιχμαλώτους που αργοπέθαιναν από τις φριχτές κακουχίες!

Κι από κει, παίρνουν τους δρόμους και φτάνουν στα γνώριμα από τον πρώτο διωγμό μέρη. Εξαθλιωμένοι, ντυμένοι τα κουρέλια της απόγνωσης. Ξεριζωμένα δέντρα που μάχονται να ξαναριζώσουν και να καρπίσουν πάνω σε χώμα όχι και τόσο φιλόξενο. Ναι, δυστυχώς, γιατί εδώ που ήρθαν δεν βρήκαν απ' όλους τη συμπόνια που τόσο είχαν ανάγκη. Αντίθετα, βρήκαν από πολλούς την αδιαφορία και τη σκληρότητα. Τους είδαν σαν εκείνους που ήρθαν να πάρουν τα υπάρχοντά τους. Αυτοί που πλήρωναν με τα πιο ακριβά αγαθά της ζωής τους τα τραγικά λάθη του έθνους, ήταν τα "ξεκόμματα", τα "συμμαζώματα". Θύματα σκληρού ρατσισμού. Πάνω στον πόνο τους κι άλλος πόνος. Δεν θέλουμε βέβαια να πούμε πως αυτή την αντιμετώπιση γνώρισαν απ' όλους τους ντόπιους. Υπήρξαν πολλοί-γυναίκες κυρίως- που τους συμπόνεσαν, που έκλαψαν μαζί τους, που τους πρόσφεραν στέγη, ρούχα, τρόφιμα, τους πήραν στη δούλεψή τους, τους προστάτεψαν. Μεγάλος ο μισθός τους.

Γενικά, πάντως, η ιστορία αναγνωρίζει ότι σ' όλη την Ελλάδα τα κύματα των εξαθλιωμένων προσφύγων προκάλεσαν τη δυσπιστία και το φόβο ότι θα διαταράξουν την κοινωνική ισορροπία και δεν βρήκαν την πρέπουσα κατανόηση. Η Μικρασιατική καταστροφή υπήρξε ασφαλώς η πιο σκληρή δοκιμασία της νεότερης Ελλάδας. Οι λέξεις καταστροφή, χαλασμός, διωγμός ξεριζωμός με τις οποίες πέρασε στα στόματα και στη μνήμη του λαού μας, έχουν όλο το εννοιολογικό τους βάρος. Η θύμησή της ρίζωσε μέσα μας, εθνικός καημός, αγιάτρευτος. Εκεί σταμάτησε ο νους και η καρδιά του έθνους. Εκεί το δάκρυ και ο σπαραγμός της ψυχής. Ένας υπερήφανος λαός γονάτισε και έκλαψε πάνω στα αποκαΐδια και τη στάχτη ενός υπέρλαμπρου πολιτισμού, που είχε κτίσει με υπομονή και περίσκεψη.

Πέρασαν πια ογδόντα χρόνια και οι πληγές μένουν ακόμα ανοιχτές. Πονά και ραγίζει η καρδιά μας κάθε φορά που βλέπουμε τις φριχτές σκηνές του χαλασμού. Οι φλόγες από την πυρκαγιά της Σμύρνης καίνε και καψαλίζουν τους πόθους μας. Μελαγχολούμε, όταν σκεφτόμαστε το τι είχαμε και το τι χάσαμε. Όταν αναλογιζόμαστε το πού θα ήταν σήμερα η Ελλάδα, αν είχαμε αποφύγει τα μεγάλα λάθη. Μελαγχολεί ο σημερινός επισκέπτης, όταν βλέπει τους απέραντους και πλούσιους κάμπους, τις ατέλειωτες γραφικές παραλίες και σκέφτεται πως αυτά επί χιλιάδες χρόνια ήταν Ελληνικά, χάθηκαν για πάντα.

Αυτή την καταστροφή ήρθε να ολοκληρώσει η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα που δέχτηκε ο Ελληνισμός της Μικρά Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. Αν είχαμε αποφύγει με πιο επιτυχημένους χειρισμούς, οι πληγές θα είχαν επουλωθεί γρήγορα, όπως έγινε και με τον πρώτο διωγμό και ο Ελληνισμός θα ξανάβρισκε το δρόμο του. Το μέτρο αυτό του υποχρεωτικού εκπατρισμού, που υιοθετήθηκε από τους "συμμάχους μας", υπήρξε μέτρο απάνθρωπο, βάναυση καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αποσπά ανθρώπους από το φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μετακινεί, χωρίς τη θέλησή τους, ανθρώπινες κοινωνίες σαν κοπάδια από πρόβατα. Οι λαοί, όποιες φυλετικές και θρησκευτικές διαφορές κι αν τους χωρίζουν, μπορούν να ζουν μαζί, αδελφωμένοι και μονιασμένοι. Οι άφρονες ηγέτες τους και τα ξένα κέντρα τους διχάζουν και σπέρνουν ανάμεσά τους το μίσος με φανατισμούς και τεχνητές εντάσεις. Το μέτρο αυτό κατακρίθηκε απ' όλους τους πολιτισμένους λαούς. Ακόμα και ο Τούρκος αντιπρόσωπος στη διάσκεψη της Λοζάννης, δεν προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, νέα αδικία ήρθε να μεγαλώσει την πίκρα τους. Ενώ η Συνθήκη της Λοζάννης προέβλεπε ρητά τη χρηματική αποζημίωση της κινητής και ακίνητης περιουσίας από την Τούρκικη κυβέρνηση, το Ελληνικό κράτος στο όνομα της Ελληνοτουρκικής φιλίας απάλλαξε την Τουρκία απ' αυτή την υποχρέωση, ενώ οι κάποιες ομολογίες που τους μοίρασαν, ξαφνικά έχασαν την αξία τους. Έτσι αυτοί που πλήρωσαν την καταστροφή, πλήρωσαν και το τίμημα της Ελληνοτουρκικής φιλίας.

Είναι, νομίζω, μια αδικία με ιστορικό μέγεθος, που δεν έχει ως σήμερα αποκατασταθεί. Οι πρόσφυγες που έφτασαν στη Βατούσα δεν ήταν ιδιαίτερα πολλοί, όπως σε άλλα χωριά του νησιού. Και τούτο, γιατί νομίζω, οι περισσότεροι Μικρασιάτες Βατουσαίοι διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη, που, καθώς ξέρουμε οι πληθυσμοί αυτοί εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή. Έπειτα η Βατούσα φτωχή και άγονη, όπως ήταν, δεν προσήλκυε το ενδιαφέρον των προσφύγων για εγκατάσταση. Ήταν ωστόσο αρκετοί για να μεταφέρουν στο χωριό την εικόνα και το μέγεθος της συμφοράς.

Στην αρχή δεν ήθελαν να πιστέψουν πως όλα χάθηκαν. Πως αυτός ο τόπος θα είναι πια η μόνιμη κατοικία τους. Πίστευαν πως είναι ένα εφιαλτικό όνειρο και πως αργά ή γρήγορα θα ξαναγύριζαν στις όμορφες πατρίδες τους, στις Φώκιες και στην Πέργαμο, στη Σμύρνη, στο Αδραμύτι και στο Αϊβαλί, στο Ντικελί και στο Κορδελιό και πως θα ξανάβρισκαν τα σπίτια τους, θα ξανάνοιγαν οι αυλόπορτες και ο βασιλικός θα ξαναευώδιαζε στο ανοιχτό παράθυρο. Όνειρα, όνειρα και μάταιες ελπίδες. Σιγά-σιγά άρχισαν να δέχονται τη σκληρή αλήθεια. Κατάλαβαν πως πρέπει να βλέπουν μπροστά. Σφούγγισαν τα δάκρυά τους, περιμάζεψαν τη δύναμή τους και άρχισαν να ξαναχτίζουν τη ζωή τους.

Πάσκισαν, ξενοδούλεψαν, ξεκίνησαν σιγά-σιγά καπνό-καλλιέργειες. Πολύ γρήγορα πια όχι μόνο έπαψαν να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά άρχισαν και να προσφέρουν στην οικονομία του τόπου. Απέδειξαν στους ντόπιους πως δεν ήταν οι κουρελήδες που ήρθαν να ψωμοζητήσουν, οι παρείσακτοι που θα ζούσαν σε βάρος τους. Πως ήταν φιλότιμοι, εργατικοί και προκομμένοι και μπορούσαν να προσφέρουν και να φανούν χρήσιμοι. Ότι είχαν να δώσουν και όχι μόνο να πάρουν.

Και πράγματι, οι Βατουσαίοι πρόσφυγες, οι πρόσφυγες όλης της Ελλάδας, όχι μόνο δεν προκάλεσαν, από μόνοι τους τουλάχιστον, κοινωνική αναστάτωση και οικονομικά προβλήματα, αλλά αντίθετα αποκατέστησαν την εθνική ομοιογένεια, μια ομοιογένεια σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει, καθώς αυτοί αντικατέστησαν το Οθωμανικό στοιχείο, και οδήγησαν τη χώρα σε οικονομική ανάπτυξη με τη σκληρή εργασία και την τεχνογνωσία τους, στις γεωργικές κυρίως καλλιέργειες.

Έδειξαν ακόμη την ευαισθησία τους στην ανάπτυξη της κοινοτικής ζωής και συνείδησης και έδωσαν το παράδειγμα της ψυχικής απαντοχής και της ικανότητας της προσαρμογής. Αρετές που είχαν καλλιεργήσει, καθώς ζούσαν ως μειονότητα μέσα στο πολιτικά κυρίαρχο οθωμανικό στοιχείο. Η προσφορά τους υπήρξε μεγάλη κι αυτό αναγνωρίζεται απ' όλους.

Σήμερα απ' όσους ήρθαν, ζουν πια πολύ λίγοι σε όλη την Ελλάδα. Αυτοί οι άνθρωποι κουβαλούν μέσα τους ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του νεότερου Ελληνισμού. Φέρνουν στις πλάτες τους τη μοίρα της πολύπαθης φυλής μας. Είναι οι επιζώντες μιας γενιάς που πολλά ονειρεύτηκε και λίγα έζησε. Τους ικανοποιεί ωστόσο ότι επιτέλους τρώνε γλυκό ψωμί και ότι βλέπουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους να ζουν καλύτερες μέρες.

Η Μικρά Ασία, ο Πόντος και η Ανατολική Θράκη πάντα θα μας πληγώνουν. Είναι οι χαμένες πατρίδες που με πόνο θα τις κουβαλούμε μέσα μας. Και αλίμονο αν τις ξεχάσουμε. Ωστόσο η πικρή αυτή ανάμνηση δεν πρέπει να μας λιγοστεύει την αισιοδοξία και την πίστη στα αποθέματα και στις δημιουργικές δυνάμεις της φυλής μας. Η Ελλάδα που προήλθε από τη δραματική αυτή συρρίκνωση, η σύγχρονη Ελλάδα, αποδείχνει ότι μπορεί να ακμάζει και να προοδεύει και χωρίς τα άγια αυτά χώματα. Η μνήμη της εθνικής μας αυτής περιπέτειας ας γίνεται πάντοτε αφορμή όχι πια για δάκρυα, αλλά για σοβαρούς και γόνιμους στοχασμούς και προβληματισμούς.

Χρήστος Α. Σταυράκογλου

Φιλόλογος